πυλών

πυλών
(-ώνος) ο
1) ворота (храма, дворца и т. η.); 2) πλ. архит. пилоны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πυλών" в других словарях:

  • πυλών — gateway masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύλων — Πύλος masc/fem gen pl Πύλων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυλῶν — Πύλαι fem gen pl Πύλης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλῶν — πύλη one wing of a pair of double gates fem gen pl πυλόω furnish with gates pres part act masc voc sg (doric aeolic) πυλόω furnish with gates pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πυλόω furnish with gates pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύλων — πύλος masc gen pl πυλόω furnish with gates imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πυλόω furnish with gates imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλών (-ώνας) — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα η εξωτερική είσοδος, η κύρια πύλη ανακτόρων ή ναών. Πολλές φορές, ο π. ήταν χωρισμένος από την κύρια οικοδομή και σχημάτιζε ένα είδος προπυλαίων ή εξωτερικής πύλης. Π., στον πληθυντικό, ονομάζονταν οι δυο… …   Dictionary of Greek

  • πυλῶνα — πυλών gateway masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλῶνας — πυλών gateway masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλῶνες — πυλών gateway masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλῶνι — πυλών gateway masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλῶνος — πυλών gateway masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»